πολιτικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολιτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιτικός < πόλις
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τι‐κός
- τονικό παρώνυμο: πολίτικος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολιτικός | η | πολιτική | το | πολιτικό |
| γενική | του | πολιτικού | της | πολιτικής | του | πολιτικού |
| αιτιατική | τον | πολιτικό | την | πολιτική | το | πολιτικό |
| κλητική | πολιτικέ | πολιτική | πολιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολιτικοί | οι | πολιτικές | τα | πολιτικά |
| γενική | των | πολιτικών | των | πολιτικών | των | πολιτικών |
| αιτιατική | τους | πολιτικούς | τις | πολιτικές | τα | πολιτικά |
| κλητική | πολιτικοί | πολιτικές | πολιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
πολιτικός , -ή , -ό
Σύνθετα
- πολιτικοϊδεολογικός
- ηθικοπολιτικός
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πολιτικός | οι | πολιτικοί |
| γενική | του/της | πολιτικού | των | πολιτικών |
| αιτιατική | τον/την | πολιτικό | τους/τις | πολιτικούς |
| κλητική | πολιτικέ | πολιτικοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
πολιτικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται επαγγελματικά με την πολιτική
Μεταφράσεις
πολιτικός
Πηγές
- πολιτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πολιτικός | ἡ | πολιτική | τὸ | πολιτικόν |
| γενική | τοῦ | πολιτικοῦ | τῆς | πολιτικῆς | τοῦ | πολιτικοῦ |
| δοτική | τῷ | πολιτικῷ | τῇ | πολιτικῇ | τῷ | πολιτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | πολιτικόν | τὴν | πολιτικήν | τὸ | πολιτικόν |
| κλητική ὦ! | πολιτικέ | πολιτική | πολιτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πολιτικοί | αἱ | πολιτικαί | τὰ | πολιτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | πολιτικῶν | τῶν | πολιτικῶν | τῶν | πολιτικῶν |
| δοτική | τοῖς | πολιτικοῖς | ταῖς | πολιτικαῖς | τοῖς | πολιτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | πολιτικούς | τὰς | πολιτικᾱ́ς | τὰ | πολιτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | πολιτικοί | πολιτικαί | πολιτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιτικώ | τὼ | πολιτικᾱ́ | τὼ | πολιτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | πολιτικοῖν | τοῖν | πολιτικαῖν | τοῖν | πολιτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολιτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πολιτικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) → ζητούμενο λήμμα
Συγγενικά
- ...
- πόλις
Πηγές
- πολιτικός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πολιτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.