-τερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -τερός | η | -τερή | το | -τερό |
| γενική | του | -τερού | της | -τερής | του | -τερού |
| αιτιατική | τον | -τερό | τη(ν) | -τερή | το | -τερό |
| κλητική | -τερέ | -τερή | -τερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -τεροί | οι | -τερές | τα | -τερά |
| γενική | των | -τερών | των | -τερών | των | -τερών |
| αιτιατική | τους | -τερούς | τις | -τερές | τα | -τερά |
| κλητική | -τεροί | -τερές | -τερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -τερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -τερός, επέκταση του -ερός για θέματα σε -τ- [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /teˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -τε‐ρός
Επίθημα
-τερός, -ή, -ό
- επίθημα επιθέτων που παράγονται από ρήματα και δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της πρωτότυπης λέξης
- γυαλίζω, γυαλισ- (όπως στον αόριστο γυάλισ-α) > γυαλιστερός
Συγγενικά
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τερός στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε --τερός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αναφορές
- -τερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Επίθημα
-τερός
Συγγενικά
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -τερός στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -τερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.