αριστεριστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αριστεριστής | οι | αριστεριστές |
| γενική | του | αριστεριστή | των | αριστεριστών |
| αιτιατική | τον | αριστεριστή | τους | αριστεριστές |
| κλητική | αριστεριστή | αριστεριστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αριστεριστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αριστεριστής αρσενικό
- οπαδός του αριστερισμού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.