ζερβός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζερβός η ζερβή το ζερβό
      γενική του ζερβού της ζερβής του ζερβού
    αιτιατική τον ζερβό τη ζερβή το ζερβό
     κλητική ζερβέ ζερβή ζερβό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζερβοί οι ζερβές τα ζερβά
      γενική των ζερβών των ζερβών των ζερβών
    αιτιατική τους ζερβούς τις ζερβές τα ζερβά
     κλητική ζερβοί ζερβές ζερβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζερβός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζερβός < ζαβός < αραβική زَاوِيَة (zāwiya, γωνία) < ρίζα ز و ي (z-w-y)

Προφορά

ΔΦΑ : /zeɾˈvos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζερβός

Επίθετο

ζερβός, -ή, -ό

  1. αριστερός, που είναι στην αριστερή πλευρά
     αντώνυμα: δεξιός
    αριστερόχειρας
     δείτε και τις λέξεις ζερβοκουτάλας και ζερβοχέρης
  2. ανάποδος, άτυχος που πήγε στραβά

Συγγενικά

  • ζεβρός (ποντιακά)

Μεταφράσεις


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.