ζερβός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζερβός | η | ζερβή | το | ζερβό |
| γενική | του | ζερβού | της | ζερβής | του | ζερβού |
| αιτιατική | τον | ζερβό | τη | ζερβή | το | ζερβό |
| κλητική | ζερβέ | ζερβή | ζερβό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζερβοί | οι | ζερβές | τα | ζερβά |
| γενική | των | ζερβών | των | ζερβών | των | ζερβών |
| αιτιατική | τους | ζερβούς | τις | ζερβές | τα | ζερβά |
| κλητική | ζερβοί | ζερβές | ζερβά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζερβός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζερβός < ζαβός < αραβική زَاوِيَة (zāwiya, γωνία) < ρίζα ز و ي (z-w-y)
Προφορά
- ΔΦΑ : /zeɾˈvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζερ‐βός
Επίθετο
ζερβός, -ή, -ό
- αριστερός, που είναι στην αριστερή πλευρά
- ≠ αντώνυμα: δεξιός
- αριστερόχειρας
- → δείτε και τις λέξεις ζερβοκουτάλας και ζερβοχέρης
- ανάποδος, άτυχος που πήγε στραβά
- ζεβρός (ποντιακά)
Πηγές
- ζερβός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.