ευώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευώνυμος | η | ευώνυμη | το | ευώνυμο |
| γενική | του | ευώνυμου | της | ευώνυμης | του | ευώνυμου |
| αιτιατική | τον | ευώνυμο | την | ευώνυμη | το | ευώνυμο |
| κλητική | ευώνυμε | ευώνυμη | ευώνυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευώνυμοι | οι | ευώνυμες | τα | ευώνυμα |
| γενική | των | ευώνυμων | των | ευώνυμων | των | ευώνυμων |
| αιτιατική | τους | ευώνυμους | τις | ευώνυμες | τα | ευώνυμα |
| κλητική | ευώνυμοι | ευώνυμες | ευώνυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευώνυμος < αρχαία ελληνική εὐώνυμος
Μεταφράσεις
ευώνυμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.