παράταξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράταξη οι παρατάξεις
      γενική της παράταξης* των παρατάξεων
    αιτιατική την παράταξη τις παρατάξεις
     κλητική παράταξη παρατάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρατάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράταξη < αρχαία ελληνική παράταξις < παρατάσσω < παρά + τάσσω (3: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική front. 4: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική parataxe)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.ta.ksi/

Ουσιαστικό

παράταξη θηλυκό

  1. η ένταξη κάποιων πραγμάτων ή προσώπων σε μια σειρά
  2. (στρατιωτικός όρος) κανονικός στρατιωτικός σχηματισμός (στρατιωτών, οχημάτων, αρμάτων, πλοίων κ.ά.) για άμυνα ή επίθεση
  3. (πολιτική) πολιτική (συνδικαλιστική ή άλλη) ομάδα ανθρώπων με οργάνωση, κοινές επιδιώξεις και πρακτικές
  4. (γραμματική) σύνταξη κατά την οποία συνδέονται (με παρατακτικούς συνδέσμους) όμοιοι όροι ή προτάσεις (κύριες με κύριες ή δευτερεύουσες με δευτερεύουσες)
     αντώνυμα: υπόταξη

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.