αριστερίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αριστερίστρια οι αριστερίστριες
      γενική της αριστερίστριας των αριστεριστριών
    αιτιατική την αριστερίστρια τις αριστερίστριες
     κλητική αριστερίστρια αριστερίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αριστερίστρια < αριστεριστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

αριστερίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  αριστεριστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.