αλφαβητισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλφαβητισμός | οι | αλφαβητισμοί |
| γενική | του | αλφαβητισμού | των | αλφαβητισμών |
| αιτιατική | τον | αλφαβητισμό | τους | αλφαβητισμούς |
| κλητική | αλφαβητισμέ | αλφαβητισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλφαβητισμός < άλφα + βήτα + -ισμός (1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική literacy. 2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική alphabétisation)
Ουσιαστικό
αλφαβητισμός αρσενικό
- (λόγιο) (νεολογισμός)
- (στοιχειώδης) ικανότητα ανάγνωσης και γραφής
- η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού
- ≠ αντώνυμα: αναλφαβητισμός
- άλλες μορφές: εναλφαβητισμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλφαβήτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.