μεταπλασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταπλασμός οι μεταπλασμοί
      γενική του μεταπλασμού των μεταπλασμών
    αιτιατική τον μεταπλασμό τους μεταπλασμούς
     κλητική μεταπλασμέ μεταπλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταπλασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταπλασμός < μεταπλάθω (αρχαία ελληνική μεταπλάσσω), σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική metaplasmus[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + πλα- (αρχαία ελληνική πλάσσω) + -σμός

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.plaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταπλασμός

Ουσιαστικό

μεταπλασμός αρσενικό

  • (γλωσσολογία, γραμματική) η μεταβολή, κυρίως μορφολογική, των καταλήξεων μιας λέξης, κυρίως για την προσαρμογή της σε διαφορετική κλίση ονομάτων ή ρημάτων
    μεταπλασμός της ρηματικής κατάληξης -όω των αρχαίων ρημάτων, όπως δηλόω, σε -ώνω
     και δείτε τον όρο μετάπλαση σε άλλος μέρος λόγου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.