βασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βασικός | η | βασική | το | βασικό |
| γενική | του | βασικού | της | βασικής | του | βασικού |
| αιτιατική | τον | βασικό | τη | βασική | το | βασικό |
| κλητική | βασικέ | βασική | βασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βασικοί | οι | βασικές | τα | βασικά |
| γενική | των | βασικών | των | βασικών | των | βασικών |
| αιτιατική | τους | βασικούς | τις | βασικές | τα | βασικά |
| κλητική | βασικοί | βασικές | βασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βασικός < βάση
Επίθετο
βασικός, -ή, -ό
- θεμέλιος, πρωταρχικός
- η βασική ιδέα είναι...
- (χημεία) σχετικός με μία βάση, που έχει χαρακτηριστικά μιας βάσης
- ένα βασικό διάλυμα
- στοιχειώδης
- βλέπε και το ουσιαστικό βασικά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.