ἀλφάβητον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀλφάβητον τὰ ἀλφάβητα
      γενική τοῦ ἀλφαβήτου τῶν ἀλφαβήτων
      δοτική τῷ ἀλφαβήτ τοῖς ἀλφαβήτοις
    αιτιατική τὸ ἀλφάβητον τὰ ἀλφάβητα
     κλητική ! ἀλφάβητον ἀλφάβητα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀλφάβητον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλφάβητος (αρσενικό) με μεταπλασμό σε ουδέτερο κατά την αιτιατική ενικού ἀλφάβητον

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ἀλφάβητον ουδέτερο (καθαρεύουσα)

  • το αλφάβητο
      Αδαμάντιος Κοραής, Άτακτα, Δύο ποιήματα του Θεοδώρου του Προδρόμου, Εν Παρισίοις, 1828, σελ.234
    στίχ. 64, τόν ἀλφάβητον Ἀρσενικῶς, τὸν ἀλφάβητον οἱ Γραικορωμαῖοι. Ὁ Σομαυρέρας[1] τὸ σημειόνει εἰς τὸ Λεξικόν του,  ἀλφάβητος, θηλυκῶς. Ἐπειδή τῶν ϛοιχείωνστοιχείων τὸ γένος εἶν’ οὐδέτερον, ὀρθότερον λέγομεν σήμερον, Τὸ Ἀλφάβητον []
     συνώνυμα: ἀλφάβητος (θηλυκό)

Αναφορές

  1. Somavera (Tο ελληνοϊταλικό Λεξικό του Σομαβέρα για τα μεσαιωνικά ελληνικά)

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ἀλφάβητον αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ἀλφάβητον αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.