αλφαβητίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλφαβητίζω < αγγλική alphabetize < alphabet < αρχαία ελληνική ἀλφάβητος < ἄλφα + βῆτα (αντιδάνειο) <
Συγγενικά
- αλφαβήτιση
- → δείτε τη λέξη αλφαβήτα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλφαβητίζω | αλφαβήτιζα | θα αλφαβητίζω | να αλφαβητίζω | αλφαβητίζοντας | |
| β' ενικ. | αλφαβητίζεις | αλφαβήτιζες | θα αλφαβητίζεις | να αλφαβητίζεις | αλφαβήτιζε | |
| γ' ενικ. | αλφαβητίζει | αλφαβήτιζε | θα αλφαβητίζει | να αλφαβητίζει | ||
| α' πληθ. | αλφαβητίζουμε | αλφαβητίζαμε | θα αλφαβητίζουμε | να αλφαβητίζουμε | ||
| β' πληθ. | αλφαβητίζετε | αλφαβητίζατε | θα αλφαβητίζετε | να αλφαβητίζετε | αλφαβητίζετε | |
| γ' πληθ. | αλφαβητίζουν(ε) | αλφαβήτιζαν αλφαβητίζαν(ε) |
θα αλφαβητίζουν(ε) | να αλφαβητίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλφαβήτισα | θα αλφαβητίσω | να αλφαβητίσω | αλφαβητίσει | ||
| β' ενικ. | αλφαβήτισες | θα αλφαβητίσεις | να αλφαβητίσεις | αλφαβήτισε | ||
| γ' ενικ. | αλφαβήτισε | θα αλφαβητίσει | να αλφαβητίσει | |||
| α' πληθ. | αλφαβητίσαμε | θα αλφαβητίσουμε | να αλφαβητίσουμε | |||
| β' πληθ. | αλφαβητίσατε | θα αλφαβητίσετε | να αλφαβητίσετε | αλφαβητίστε | ||
| γ' πληθ. | αλφαβήτισαν αλφαβητίσαν(ε) |
θα αλφαβητίσουν(ε) | να αλφαβητίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αλφαβητίσει | είχα αλφαβητίσει | θα έχω αλφαβητίσει | να έχω αλφαβητίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αλφαβητίσει | είχες αλφαβητίσει | θα έχεις αλφαβητίσει | να έχεις αλφαβητίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αλφαβητίσει | είχε αλφαβητίσει | θα έχει αλφαβητίσει | να έχει αλφαβητίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλφαβητίσει | είχαμε αλφαβητίσει | θα έχουμε αλφαβητίσει | να έχουμε αλφαβητίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αλφαβητίσει | είχατε αλφαβητίσει | θα έχετε αλφαβητίσει | να έχετε αλφαβητίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλφαβητίσει | είχαν αλφαβητίσει | θα έχουν αλφαβητίσει | να έχουν αλφαβητίσει |
| |
Μεταφράσεις
αλφαβητίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.