Αγγλία

Η σημαία της Αγγλίας.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αγγλία οι Αγγλίες
      γενική της Αγγλίας των (Αγγλιών)
    αιτιατική την Αγγλία τις Αγγλίες
     κλητική Αγγλία Αγγλίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Αγγλίας στην Ευρώπη.
Η θέση της Αγγλίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ετυμολογία

Αγγλία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἀγγλία < υστερολατινική Anglia < Angli < Anglus < πρωτογερμανική *angulō / *angô (αγκίστρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énk-ō < *h₂enk- (καμπή, καμπύλη, λύγισμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈɡli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αγγλία

Κύριο όνομα

Αγγλία θηλυκό

  1. η μία από τις τέσσερις χώρες του Ηνωμένου Βασιλείου, που εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας με πρωτεύουσα το Λονδίνο, επίσημη γλώσσα την αγγλική και νόμισμα την αγγλική λίρα
  2. (συνεκδοχικά) το κράτος του Ηνωμένου Βασιλείου

Συγγενικά

και

Σύνθετα

  • Κατηγορία:Πόλεις της Αγγλίας στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Πόλεις της Αγγλίας (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
  • Αγγλία στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.