αγγλιστί
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɡliˈsti/
Επίρρημα
αγγλιστί
- στα αγγλικά, στην αγγλική γλώσσα
- (και ειρωνικό)
- Γιατί μου τα λες αγγλιστί; Μίλα μου ελληνικά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.