καμπύλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπύλη οι καμπύλες
      γενική της καμπύλης των καμπυλών
    αιτιατική την καμπύλη τις καμπύλες
     κλητική καμπύλη καμπύλες
Γενική πληθυντικού: και καμπύλων από μερικούς ομιλητές.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κλειστή (αριστερά) και ανοιχτή (δεξιά) καμπύλη.
Καμπύλη γραφικής παράστασης.

Ετυμολογία

καμπύλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμπύλη, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καμπύλος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική courbe[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kamˈbi.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμπύλη

Ουσιαστικό

καμπύλη θηλυκό

  1. (γεωμετρία) γραμμή που δεν περιέχει καθόλου ευθύγραμμα τμήματα, όπως συμβαίνει πχ με το τόξο κύκλου ή έλλειψης, την υπερβολή και την παραβολή
  2. (στατιστική) η γραμμή που παρουσιάζει σε μια γραφική παράσταση τις τιμές που παίρνει ένα μέγεθος σε συνάρτηση με ένα άλλο
  3. (Χρειάζεται ανάπτυξη περισσότερων σημασιών)
  4. (στον πληθυντικό, καμπύλες) τα σημεία του γυναικείου σώματος που έχουν έντονη καμπυλότητα
    Είναι γυναίκα με πλούσιες καμπύλες.
     συνώνυμα: πιασίματα  δείτε και τη λέξη καμπυλόγραμμος

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καμπύλη

Αναφορές

Πηγές

  • καμπύλη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καμπῠλα-
ονομαστική καμπύλη αἱ καμπύλαι
      γενική τῆς καμπύλης τῶν καμπυλῶν
      δοτική τῇ καμπύλ ταῖς καμπύλαις
    αιτιατική τὴν καμπύλην τὰς καμπύλᾱς
     κλητική ! καμπύλη καμπύλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμπύλ
γεν-δοτ τοῖν  καμπύλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμπύλη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καμπύλος

Ουσιαστικό

καμπῠ́λη θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καμπῠ́λη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.