καμπύλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμπύλη | οι | καμπύλες |
| γενική | της | καμπύλης | των | καμπυλών |
| αιτιατική | την | καμπύλη | τις | καμπύλες |
| κλητική | καμπύλη | καμπύλες | ||
| Γενική πληθυντικού: και καμπύλων από μερικούς ομιλητές. | ||||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κλειστή (αριστερά) και ανοιχτή (δεξιά) καμπύλη.

Καμπύλη γραφικής παράστασης.
Ετυμολογία
- καμπύλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμπύλη, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καμπύλος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική courbe[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kamˈbi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπύ‐λη
Ουσιαστικό
καμπύλη θηλυκό
- (γεωμετρία) γραμμή που δεν περιέχει καθόλου ευθύγραμμα τμήματα, όπως συμβαίνει πχ με το τόξο κύκλου ή έλλειψης, την υπερβολή και την παραβολή
- (στατιστική) η γραμμή που παρουσιάζει σε μια γραφική παράσταση τις τιμές που παίρνει ένα μέγεθος σε συνάρτηση με ένα άλλο
- (Χρειάζεται ανάπτυξη περισσότερων σημασιών)
- (στον πληθυντικό, καμπύλες) τα σημεία του γυναικείου σώματος που έχουν έντονη καμπυλότητα
- ↪ Είναι γυναίκα με πλούσιες καμπύλες.
- ≈ συνώνυμα: πιασίματα → δείτε και τη λέξη καμπυλόγραμμος
Πολυλεκτικοί όροι
- ισοβαρής καμπύλη
- καμπύλη σακχάρου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καμπύλος
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καμπύλη
Αναφορές
- καμπύλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- καμπύλη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| καμπῠλα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | καμπύλη | αἱ | καμπύλαι | |
| γενική | τῆς | καμπύλης | τῶν | καμπυλῶν | |
| δοτική | τῇ | καμπύλῃ | ταῖς | καμπύλαις | |
| αιτιατική | τὴν | καμπύλην | τὰς | καμπύλᾱς | |
| κλητική ὦ! | καμπύλη | καμπύλαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμπύλᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | καμπύλαιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- καμπύλη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου καμπύλος
Πηγές
- καμπύλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.