αγγλόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγλόφιλος | η | αγγλόφιλη | το | αγγλόφιλο |
| γενική | του | αγγλόφιλου | της | αγγλόφιλης | του | αγγλόφιλου |
| αιτιατική | τον | αγγλόφιλο | την | αγγλόφιλη | το | αγγλόφιλο |
| κλητική | αγγλόφιλε | αγγλόφιλη | αγγλόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγλόφιλοι | οι | αγγλόφιλες | τα | αγγλόφιλα |
| γενική | των | αγγλόφιλων | των | αγγλόφιλων | των | αγγλόφιλων |
| αιτιατική | τους | αγγλόφιλους | τις | αγγλόφιλες | τα | αγγλόφιλα |
| κλητική | αγγλόφιλοι | αγγλόφιλες | αγγλόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγγλόφιλος < (λόγιο δάνειο) γαλλική anglophile < anglo- (Άγγλος) αγγλό- + -φιλος (φίλος) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋˈɡlo.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλό‐φι‐λος
Επίθετο
αγγλόφιλος, -η, -ο
Μεταφράσεις
αγγλόφιλος
Αναφορές
- αγγλόφιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.