αγγλόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγλόφωνος | η | αγγλόφωνη | το | αγγλόφωνο |
| γενική | του | αγγλόφωνου | της | αγγλόφωνης | του | αγγλόφωνου |
| αιτιατική | τον | αγγλόφωνο | την | αγγλόφωνη | το | αγγλόφωνο |
| κλητική | αγγλόφωνε | αγγλόφωνη | αγγλόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγλόφωνοι | οι | αγγλόφωνες | τα | αγγλόφωνα |
| γενική | των | αγγλόφωνων | των | αγγλόφωνων | των | αγγλόφωνων |
| αιτιατική | τους | αγγλόφωνους | τις | αγγλόφωνες | τα | αγγλόφωνα |
| κλητική | αγγλόφωνοι | αγγλόφωνες | αγγλόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγγλόφωνος < (λόγιο δάνειο) γαλλική anglophone < αγγλο- + -φωνος
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1891
Επίθετο
αγγλόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα αγγλικά
- αγγλόφωνοι πληθυσμοί
- τόπος όπου κατοικούν αγγλόφωνοι
- αγγλόφωνη χώρα
- (ουσιαστικοποιημένο) οι αγγλόφωνοι του Καναδά
Συνώνυμα
- αγγλόγλωσσος
Μεταφράσεις
αγγλόφωνος
ουσιαστικοποιημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.