αγγλικανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγλικανικός | η | αγγλικανική | το | αγγλικανικό |
| γενική | του | αγγλικανικού | της | αγγλικανικής | του | αγγλικανικού |
| αιτιατική | τον | αγγλικανικό | την | αγγλικανική | το | αγγλικανικό |
| κλητική | αγγλικανικέ | αγγλικανική | αγγλικανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγλικανικοί | οι | αγγλικανικές | τα | αγγλικανικά |
| γενική | των | αγγλικανικών | των | αγγλικανικών | των | αγγλικανικών |
| αιτιατική | τους | αγγλικανικούς | τις | αγγλικανικές | τα | αγγλικανικά |
| κλητική | αγγλικανικοί | αγγλικανικές | αγγλικανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγγλικανικός < αγγλικαν(ός) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.gli.ka.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλι‐κα‐νι‐κός
Επίθετο
αγγλικανικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με την εκκλησία της Αγγλίας ή κάποια από τις άλλες εκκλησίες ανά τον κόσμο που ακολουθούν το ίδιο δόγμα με αυτήν
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αγγλικανικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.