αγγλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγλικός | η | αγγλική | το | αγγλικό |
| γενική | του | αγγλικού | της | αγγλικής | του | αγγλικού |
| αιτιατική | τον | αγγλικό | την | αγγλική | το | αγγλικό |
| κλητική | αγγλικέ | αγγλική | αγγλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγλικοί | οι | αγγλικές | τα | αγγλικά |
| γενική | των | αγγλικών | των | αγγλικών | των | αγγλικών |
| αιτιατική | τους | αγγλικούς | τις | αγγλικές | τα | αγγλικά |
| κλητική | αγγλικοί | αγγλικές | αγγλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγγλικός < Αγγλία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɡliˈkos/
Επίθετο
αγγλικός, -ή -ό
- που έχει σχέση με την Αγγλία ή τους Άγγλους
- (κατ’ επέκταση) που έχει σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο
Ταυτόσημο
- εγγλέζικος
- ιγγλέζικος (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
αγγλικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.