Αγγλοσάξονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αγγλοσάξονας οι Αγγλοσάξονες
      γενική του Αγγλοσάξονα των Αγγλοσαξόνων
    αιτιατική τον Αγγλοσάξονα τους Αγγλοσάξονες
     κλητική Αγγλοσάξονα Αγγλοσάξονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αγγλοσάξονας < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική (πληθυντικός) Angli Saxones < αγγλοσαξονική Angle Seaxan.[1]  δείτε τις λέξεις anglo και saxon

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɡloˈsa.kso.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αγγλοσάξονας

Κύριο όνομα

Αγγλοσάξονας αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα, ιστορία μέλος λαών γερμανικής καταγωγής που μετακινήθηκαν από την ηπειρωτική Ευρώπη στη Βρετανία
  2. (ειδικότερα) Βρετανός ή Αμερικανός αγγλοσαξονικής καταγωγής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.