άγγελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άγγελος οι άγγελοι
      γενική του αγγέλου
& άγγελου
των αγγέλων
    αιτιατική τον άγγελο τους αγγέλους
     κλητική άγγελε άγγελοι
Συγκρίνετε με την κλίση του ονόματος και του επωνύμου Άγγελος.
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μεταβυζαντινή ζωγραφική (17ος αι.) που απεικονίζει τον άγγελο Μιχαήλ. Έργο του Αντωνίου Μηταρά

Ετυμολογία

άγγελος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄγγελος (αρχαία σημασία: αγγελιοφόρος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟe.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγγελος

Ουσιαστικό

άγγελος αρσενικό

  1. (θρησκεία) ουράνιο ον, αγγελιαφόρος του θεού
  2. (λόγιο) αγγελιαφόρος
    1. ειδήσεων
    2. (φιλολογία) πρόσωπο του αρχαίου δράματος που ανακοινώνει γεγονότα
       δείτε και τη λέξη κήρυκας
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος με ευγένεια ψυχής, πονόψυχος ή / και εξαιρετικά όμορφος σαν άγγελος
  4. (ιχθυολογία) χονδριχθύες της τάξης Squatiniformes

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
αγγελ- 

Σύνθετα

  • αγγελο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγγελο- στο Βικιλεξικό
  • -άγγελος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άγγελος στο Βικιλεξικό
Απεικόνιση αγγέλου του Ρώσου ζωγράφου Carl Timoleon von Neff

  • άγγελος στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια
  • Στη Βικιπαίδεια, θα δείτε μια από τις πιθανές ιεραρχίες των αγγέλων. Αυτοί χωρίζονται σε 3 τάξεις, που η καθεμιά τους χωρίζεται σε 3 ταξιαρχίες:
  1. Σεραφείμ - Χερουβείμ - Θρόνοι
  2. Κυριότητες - Δυνάμεις - Εξουσίες
  3. Αρχές - Αρχάγγελοι - Άγγελοι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.