Μιχαήλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Μιχαήλ < ελληνιστική κοινή Μιχαήλ < εβραϊκή מִיכָאֵל (mikha'él) κυριολεκτικά: «ποιος είναι σαν τον θεό;»[1]
Κύριο όνομα
Μιχαήλ αρσενικό άκλιτο
Συγγενικά
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Μιχαήλ' στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
Μιχαήλ
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.