αγγελιόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγελιόσημο | τα | αγγελιόσημα |
| γενική | του | αγγελιόσημου & αγγελιοσήμου |
των | αγγελιόσημων & αγγελιοσήμων |
| αιτιατική | το | αγγελιόσημο | τα | αγγελιόσημα |
| κλητική | αγγελιόσημο | αγγελιόσημα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγγελιόσημο ουδέτερο
Μεταφράσεις
αγγελιόσημο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.