ον
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ον | τα | όντα |
| γενική | του | όντος | των | όντων |
| αιτιατική | το | ον | τα | όντα |
| κλητική | ον | όντα | ||
| Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄν (ουδέτερο της μετοχής του ενεστώτα του ρήματος εἰμί)
Ουσιαστικό
ον ουδέτερο
- αυτός ή αυτή ή αυτό που υπάρχει
- ↪ Το ον και το μη ον έχουν απασχολήσει τους φιλοσόφους πάνω από 3000 χρόνια και εξακολουθεί να βρίσκεται μαζί με "το είναι" στο επίκεντρο του φιλοσοφικού λόγου.
- ένα παράδοξο πλάσμα, μια παράξενη ύπαρξη
- ↪ Είδα στον ύπνο μου κάτι περίεργα όντα και μερικά έμοιαζαν ανθρώπινα.
- ↪ εξωγήινο ον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.