ἄγγελος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἄγγελος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄγγελος

Ουσιαστικό

ἄγγελος, ή, ό

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
αγγελ- 
  • Ἄγγελος
  • ἀγγελάκι (υποκοριστικό)
  • ἀγγελικάτος
  • ἀγγελικοπρόσωπος
  • ἀγγελικός
  • ἀγγελικῶς
  • ἀγγέλισσα
  • ἀγγελο- & Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀγγελο- στο Βικιλεξικό
  • ἀγγελόφρων
  • ἀρχαγγελικός
  • ἀρχάγγελος
  •  και δείτε τη λέξη ἀγγέλλω

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄγγελος οἱ ἄγγελοι
      γενική τοῦ ἀγγέλου τῶν ἀγγέλων
      δοτική τῷ ἀγγέλ τοῖς ἀγγέλοις
    αιτιατική τὸν ἄγγελον τοὺς ἀγγέλους
     κλητική ! ἄγγελε ἄγγελοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγγέλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀγγέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄγγελος < ἀγγέλλω ή αντιστρόφως το ἀγγέλλω από το ἄγγελος και το ἄγγελος πιθανόν από τη λέξη ἄγγαρος (περσική λέξη: έφιππος, βασιλικός ταχυδρόμος)

Ουσιαστικό

ἄγγελος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο αναγγέλλων κάτι, ο αγγελιαφόρος
  2. (ελληνιστική σημασία) ο άγγελος

Συνώνυμα

Σύνθετα

 ετυμολογικό πεδίο 
αγγελ- 
  • ἀγγελο- & Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀγγελο- στο Βικιλεξικό
  • -άγγελος & Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -άγγελος στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

νέα ελληνικά:

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.