ουράνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουράνιος | η | ουράνια | το | ουράνιο |
| γενική | του | ουράνιου | της | ουράνιας | του | ουράνιου |
| αιτιατική | τον | ουράνιο | την | ουράνια | το | ουράνιο |
| κλητική | ουράνιε | ουράνια | ουράνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουράνιοι | οι | ουράνιες | τα | ουράνια |
| γενική | των | ουράνιων | των | ουράνιων | των | ουράνιων |
| αιτιατική | τους | ουράνιους | τις | ουράνιες | τα | ουράνια |
| κλητική | ουράνιοι | ουράνιες | ουράνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουράνιος < αρχαία ελληνική οὐράνιος < οὐρανός
Προφορά
- ΔΦΑ : /uˈɾa.ni.os/
Επίθετο
ουράνιος, ουρανία και ουράνια, ουράνιο
- σχετικός με τον ουρανό ή που βρίσκεται στον ουρανό ή προέρχεται από τον ουρανό
- ουράνια σώματα, ουράνιο τόξο
- (μεταφορικά) που μοιάζει σε απεραντοσύνη, γαλήνη, θεϊκότητα κ.λπ. με τον ουρανό, που ξεπερνά τα μέτρα του γήινου
- ουράνια ομορφιά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
- ουράνια σφαίρα
- ουράνιο σώμα
- ουράνιο τόξο
- ουράνιος θόλος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.