Σεραφείμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Σεραφείμ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שְׂרָפִים (σεραφίμ)

Προφορά

ΔΦΑ : /se.ɾaˈfim/

Κύριο όνομα

Σεραφείμ ουδέτερο

  1. ανδρικό όνομα
  2. ένα από τα τάγματα των αγγέλων, άγγελος της δεύτερης ταξιαρχίας της πρώτης τάξης
    Εννέα είναι τα ουράνια τάγματα και τρείς τάξεις ή τρία συστήματα, που το καθένα αποτελεί τριάδα. Η πρώτη τριάς είναι αυτή που είναι πάντοτε γύρω από τον Θεό και είναι έτοιμη να ενωθή με αυτόν αμέσως, χωρίς την μεσολάβηση κανενός. Είναι η τάξη των εξαπτερύγων Σεραφείμ και των πολυομμάτων Χερουβείμ και των αγιοτάτων Θρόνων (Φιλοκαλία, τόμ. 3ος, σελ. 354)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.