αγγελιαφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγγελιαφόρος οι αγγελιαφόροι
      γενική του/της αγγελιαφόρου των αγγελιαφόρων
    αιτιατική τον/την αγγελιαφόρο τους/τις αγγελιαφόρους
     κλητική αγγελιαφόρε αγγελιαφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγελιαφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγελιαφόρος [1] ἀγγελια- < + -φόρος

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.li.aˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελιαφόρος

Ουσιαστικό

αγγελιαφόρος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) αρχική μορφή του αγγελιοφόρος
      Δε γράφει τίποτε άλλο εκτός πως είσαι εμπιστευμένος μου αγγελιαφόρος και πως εσύ θα του μεταδώσεις τις θελήσεις μου και τις αποφάσεις μου. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.