Χονδριχθύες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Χονδριχθύες < λόγιο ενδογενές δάνειο: Chondrichthyes < χόνδρος + ιχθύς (ψάρια από χόνδρο)
Κύριο όνομα
Χονδριχθύες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- Οστεϊχθύες (υπερομοταξία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.