αγγελία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγελία οι αγγελίες
      γενική της αγγελίας των αγγελιών
    αιτιατική την αγγελία τις αγγελίες
     κλητική αγγελία αγγελίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγγελίες σε αγγλική εφημερίδα (1889-1990)

Ετυμολογία

αγγελία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγγελία (δημόσια διακήρυξη) < ἄγγελος (μαντατοφόρος), ἀγγέλλω (ανακοινώνω, διακηρύττω, μεταφέρω ειδήσεις), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική annonce[1]
  • Η σημερινή σημασία της λέξης ως «διαφημιστική αγγελία» αποδίδει ξένους όρους, όπως advertisement

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɟeˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγελία

Ουσιαστικό

αγγελία θηλυκό

  1. διατύπωση και μεταβίβαση μιας είδησης, μηνύματος, πληροφορίας· αναγγελία
  2. (συνήθως με σύντομη καταχώριση σε έντυπο)
    1. υποχρεωτική δημοσιοποίηση της τέλεσης μέλλοντος γάμου
    2. γνωστοποίηση κοινωνικών γεγονότων, βαπτίσεων, εγκαινίων, κηδειών, αρραβώνων κτλ (οπότε και ονομάζεται κοινή αγγελία)

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • μικρές αγγελίες : καταχωρίσεις τον ημερήσιο ή περιοδικό Τύπο με πληροφορίες για αγορές, ενοικιάσεις, μισθώσεις εργασίας κτλ
  • αγγελίες προς ναυτιλλομένους : οι ανακοινώσεις από το ραδιόφωνο για θέματα ασφάλειας του πλου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.