χαίρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαίρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαίρω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçe.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαίρω

Ρήμα

χαίρω, πρτ.: έχαιρα και δείτε χαίρομαι και τύπους από το αρχαίο χαίρω

  • (λόγιο)
    1. νιώθω χαρά
       συνώνυμα: αγάλλομαι, αναγαλλιάζω, χαίρομαι
       αντώνυμα: τυγχάνω
    2. έχω, κατέχω
      χαίρει ειδικής μεταχείρισης (τον περιποιούνται, τον εξαιρούν από κάτι που ισχύει για τους πολλούς)
      «χαίρει εκτίμησης»
      χαίρει άκρας υγείας
       συνώνυμα: τυγχάνω, απολαμβάνω
    3.  δείτε το β΄ πρόσωπο πληθυντικού του ενεστώτα χαίρετε
      1. ως προσφώνηση και χαιρετισμός-αποχαιρετισμός
        Χαίρετε, θα μπορούσα μήπως να δανειστώ τον αναπτήρα σας;
        (στο τηλέφωνο) Χαίρετε Θα μπορούσα να μιλήσω με τον κ. Παπαδάκη;
        Περάσαμε θαυμάσια, αλλά ώρα να σας καληνυχτίσουμε. Χαίρετε
      2. ως επίλογος φράσης, ή απότομα και κοφτά
        Δεν νομίζω να ζήτησα πολλά, αλλά αφού δεν ευκαιρείς, χαίρετε!!!

Εκφράσεις

  • να σε χαρώ (θαυμασμός, χαρά ή ειρωνία)
  • Χαίρε Μαρία (απόδοση του Ave Maria αλλά και χαιρετισμός προς την Παναγία από τον αρχάγγελο)
  • χαίρω πολύ και χαίρω πολύ για την γνωριμία (στις συστάσεις με ένα άνθρωπο που πρωτογνωρίζουμε)
  • χαίρω πολύ (ειρωνικά, όταν μας λένε κάτι αυτονόητο ή για κάτι που πάει κάποιος να κάνει πολύ αργά και το έχουμε ήδη κάνει εμείς)
  • να με χαρείς!(σε εξορκίζω, σε δεσμεύω με όρκο, διαφορετικά θα πεθάνω)
  • να μη χαρείς... (κατάρα)
  • χαίρω εκτίμησης

Συγγενικά

και τα παράγωγά τους

 και δείτε τις λέξεις χαίρε και χαίρομαι

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαίρω, ήδη ομηρικό < *χαρ-jω (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *kʰəřřō < θέμα *χαρ- μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (επιθυμώ, βρίσκω ευχαρίστηση). Συγγενή: σανσκριτική हृयात् (hṛyāt), λατινική hortor, αρχαία ελληνική χαρά, κ.ά. [1]

Ρήμα

χαίρω

  1. χαίρομαι
    ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι
  2. χαιρετώ
    χαῖρ᾽, ἐσθλὸς ἐσθλοῦ παῖς, τύραννε τῆσδε γῆς, Ἕκτορ. Παλαιᾷ σ᾽ ἡμέρᾳ προσεννέπω. Χαίρω δέ σ᾽ εὐτυχοῦντα καὶ προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν: (Χαίρε, γενναίε Έκτορα, παιδί γενναίου, άρχοντα αυτής της γης. Μετά από μια μακρά ημέρα σε χαιρετίζω. Χαίρομαι για την επιτυχία σου, να σε βλέπω στρατοπεδευμένο...)
  3. αποχαιρετώ μια παλιά μου σκέψη, την ξεχνώ, αλλάζω γνώμη
    χαιρέτω βουλεύματα τά πρόσθεν

Κλίση

  • λείπει η κλίση
  • τύποι που απαντούν
Ενεργ. μέλλ. χαιρήσω και κεχαρήσω και χαρῶ αορ. ἐχαίρησα, παρακ. κεχάρηκα
Μέση <χαίρομαι>, μέλ.χαροῦμαι, χαρήσομαι, κεχαρήσομαι, αόρ. ἐχηράμην, χεράμην, κεχαρόμην, ἐχάρην, παρακ. κεχάρημαι

Εκφράσεις

  • οὐ χαιρήσεις: δεν θα χαρείς για πολύ (θα το πληρώσεις στο μέλλον)
  • χαῖρε, χαίρετον (δυικός) χαίρετε (χαιρετισμός όπως σήμερα) και μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν και χαῖρέ μοι
  • (εἴτε δὲ ἐγένετό τις Σάλμοξις ἄνθρωπος, εἴτ᾽ ἐστὶ δαίμων τις Γέτῃσι οὗτος ἐπιχώριος,) χαιρέτω. : (δεν μπορώ να ξέρω αν ήταν άνθρωπος ή θεότητα των Γετών,) αυτό το θέμα το αφήνω

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
χαρ- 
  • ἀποχαιρετίζω
  • ἐπιχαιράγαθος
  • ἐπιχαιρεκακέω
  • ἐπιχαιρεκακία
  • ἐπιχαιρέκακος

Σύνθετα

  • ἀντιχαίρω
  • ἐπιχαίρω
  • καταχαίρω
  • περιχαίρω
  • προσχαίρω
  • προχαίρω
  • συγχαίρω
  • ὑπερχαίρω
  • ὑποχαίρω

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.