χαιρετίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαιρετίζω < (ελληνιστική κοινή) χαιρετίζω
Ρήμα
χαιρετίζω
- δηλώνω ότι χαίρομαι για κάτι, ότι το επικροτώ, το επιδοκιμάζω, χαίρομαι για αυτό, το επιβραβεύω, ότι του απευθύνω χαίρε επίσημα
- Η Κυπριακή κυβέρνηση χαιρετίζει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων δικαιωμάτων....καθώς και την επιδίκαση αποζημιώσεων για ηθική βλάβη στους συγγενείς των αγνοουμένων ύψους 30,000,000 ευρώ
- Ο πρωθυπουργός χαιρέτισε την έναρξη του συνεδρίου...
- καλωσορίζω
- Δεν μπορώ να έρθω. Πρέπει να πάω να χαιρετίσω τον κουνιάδο μου που ήρθε χτες από την Κρήτη
- χαιρετώ
- Εκανε ότι δεν μας είδε και δεν μας χαιρέτισε
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χαιρετίζω | χαιρέτιζα | θα χαιρετίζω | να χαιρετίζω | χαιρετίζοντας | |
| β' ενικ. | χαιρετίζεις | χαιρέτιζες | θα χαιρετίζεις | να χαιρετίζεις | χαιρέτιζε | |
| γ' ενικ. | χαιρετίζει | χαιρέτιζε | θα χαιρετίζει | να χαιρετίζει | ||
| α' πληθ. | χαιρετίζουμε | χαιρετίζαμε | θα χαιρετίζουμε | να χαιρετίζουμε | ||
| β' πληθ. | χαιρετίζετε | χαιρετίζατε | θα χαιρετίζετε | να χαιρετίζετε | χαιρετίζετε | |
| γ' πληθ. | χαιρετίζουν(ε) | χαιρέτιζαν χαιρετίζαν(ε) |
θα χαιρετίζουν(ε) | να χαιρετίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χαιρέτισα | θα χαιρετίσω | να χαιρετίσω | χαιρετίσει | ||
| β' ενικ. | χαιρέτισες | θα χαιρετίσεις | να χαιρετίσεις | χαιρέτισε | ||
| γ' ενικ. | χαιρέτισε | θα χαιρετίσει | να χαιρετίσει | |||
| α' πληθ. | χαιρετίσαμε | θα χαιρετίσουμε | να χαιρετίσουμε | |||
| β' πληθ. | χαιρετίσατε | θα χαιρετίσετε | να χαιρετίσετε | χαιρετίστε | ||
| γ' πληθ. | χαιρέτισαν χαιρετίσαν(ε) |
θα χαιρετίσουν(ε) | να χαιρετίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χαιρετίσει | είχα χαιρετίσει | θα έχω χαιρετίσει | να έχω χαιρετίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χαιρετίσει | είχες χαιρετίσει | θα έχεις χαιρετίσει | να έχεις χαιρετίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χαιρετίσει | είχε χαιρετίσει | θα έχει χαιρετίσει | να έχει χαιρετίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χαιρετίσει | είχαμε χαιρετίσει | θα έχουμε χαιρετίσει | να έχουμε χαιρετίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χαιρετίσει | είχατε χαιρετίσει | θα έχετε χαιρετίσει | να έχετε χαιρετίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χαιρετίσει | είχαν χαιρετίσει | θα έχουν χαιρετίσει | να έχουν χαιρετίσει |
| |
Μεταφράσεις
χαιρετίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.