χαιρέτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαιρέτισμα τα χαιρετίσματα
      γενική του χαιρετίσματος των χαιρετισμάτων
    αιτιατική το χαιρέτισμα τα χαιρετίσματα
     κλητική χαιρέτισμα χαιρετίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαιρέτισμα < χαιρετίζω + -μα

Ουσιαστικό

χαιρέτισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χαιρετίζω, ο χαιρετισμός
  2. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη χαιρετίσματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.