χαιρέτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαιρέτισμα | τα | χαιρετίσματα |
| γενική | του | χαιρετίσματος | των | χαιρετισμάτων |
| αιτιατική | το | χαιρέτισμα | τα | χαιρετίσματα |
| κλητική | χαιρέτισμα | χαιρετίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαιρέτισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του χαιρετίζω, ο χαιρετισμός
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη χαιρετίσματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.