χαρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χαρίζω και αρχαία ελληνική χαρίζομαι

Ρήμα

χαρίζομαι

  1. (όταν το υποκείμενο είναι άψυχο αντικείμενο ή ζώο ή αφηρημένη έννοια) με χαρίζουν
    χαρίζεται πλυντήριο, που χρειάζεται όμως επισκευή
    χαρίζεται σκυλάκι
    δόθηκε χάρη στον κατάδικο και του χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής" του
  2. κάνω μια χάρη σε κάποιον, υποχωρώ σε ένα αίτημα ή συγχωρώ ένα λάθος ή και δείχνω εύνοια, μεροληπτώ
    μην του χαρίζεσαι γιατί θα αποθρασυνθεί
    χαρίζεσαι στον μικρό και ο μεγάλος δίκαια παραπονιέται

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαρίζομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

χαρίζομαι

  1. λέω κάτι ευχάριστο
  2. κάνω χάρη
  3. δείχνω εύνοια
  4. υποχωρώ σε απαιτήσεις, κάνω σε κάποιον τη χάρη, ενδίδω,
  5. συγκατανεύω
  6. προσφέρω με χαρά, δωρίζω, χαρίζω
  7. συγχωρώ
  8. γίνομαι ευχάριστος, είμαι αρεστός
  9. κεχαρισμένος: αγαπητός, ποθητός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.