συγχαρίκια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγχαρίκια < συγχαίρω < συν + χαίρω (χαίρομαι κι εγώ με τη χαρά σας)

Ουσιαστικό

συγχαρίκια και συχαρίκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. συγχαρητήρια για ένα ευχάριστο γεγονός
  2. φιλοδώρημα που λαμβάνει αυτός που φέρνει καλά νέα
  3. (σπάνιο) τα δυσάρεστα νέα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.