χαίρε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαίρε < αρχαία ελληνική χαῖρε
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçe.ɾe/
Επιφώνημα
χαίρε και στον πληθυντικό χαίρετε (προς πολλούς ή προς έναν από ευγένεια) αντί του γειά και γειά σας που είναι πιο οικεία
- (προσφώνηση) επίσημος χαιρετισμός, προσφώνηση
- ↪ Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, Ο Κύριος μετά Σου
- ↪ Χαίρε Μαρία (απόδοση του Ave Maria)
- ↪ χαίρε, ω χαίρε, ελευθερία (από τον εθνικό ύμνο)
- αποχαιρετισμός προς θανόντα συνήθως στην κηδεία του
- ↪ Το ύστατο χαίρε
Μεταφράσεις
χαίρε
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.