χαίρε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαίρε < αρχαία ελληνική χαῖρε

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçe.ɾe/

Επιφώνημα

χαίρε και στον πληθυντικό χαίρετε (προς πολλούς ή προς έναν από ευγένεια) αντί του γειά και γειά σας που είναι πιο οικεία

  1. (προσφώνηση) επίσημος χαιρετισμός, προσφώνηση
    Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, Ο Κύριος μετά Σου
    Χαίρε Μαρία (απόδοση του Ave Maria)
    χαίρε, ω χαίρε, ελευθερία (από τον εθνικό ύμνο)
  2. αποχαιρετισμός προς θανόντα συνήθως στην κηδεία του
    Το ύστατο χαίρε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.