χαιρέκακος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαιρέκακος | η | χαιρέκακη | το | χαιρέκακο |
| γενική | του | χαιρέκακου | της | χαιρέκακης | του | χαιρέκακου |
| αιτιατική | τον | χαιρέκακο | τη | χαιρέκακη | το | χαιρέκακο |
| κλητική | χαιρέκακε | χαιρέκακη | χαιρέκακο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαιρέκακοι | οι | χαιρέκακες | τα | χαιρέκακα |
| γενική | των | χαιρέκακων | των | χαιρέκακων | των | χαιρέκακων |
| αιτιατική | τους | χαιρέκακους | τις | χαιρέκακες | τα | χαιρέκακα |
| κλητική | χαιρέκακοι | χαιρέκακες | χαιρέκακα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαιρέκακος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαιρέκακος[1] < αρχαία ελληνική χαίρω + κακός
Προφορά
- ΔΦΑ : /çeˈɾe.ka.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαι‐ρέ‐κα‐κος
Επίθετο
χαιρέκακος, -η, -ο
- που επιχαίρει με το πάθημα κάποιου που αντιπαθεί, που νιώθει ή δείχνει χαιρεκακία
- ↪ χαιρέκακος άνθρωπος, χαιρέκακο γέλιο
Παράγωγα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- χαιρέκακος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.