χαιρέκακος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαιρέκακος η χαιρέκακη το χαιρέκακο
      γενική του χαιρέκακου της χαιρέκακης του χαιρέκακου
    αιτιατική τον χαιρέκακο τη χαιρέκακη το χαιρέκακο
     κλητική χαιρέκακε χαιρέκακη χαιρέκακο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαιρέκακοι οι χαιρέκακες τα χαιρέκακα
      γενική των χαιρέκακων των χαιρέκακων των χαιρέκακων
    αιτιατική τους χαιρέκακους τις χαιρέκακες τα χαιρέκακα
     κλητική χαιρέκακοι χαιρέκακες χαιρέκακα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαιρέκακος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαιρέκακος[1] < αρχαία ελληνική χαίρω + κακός

Προφορά

ΔΦΑ : /çeˈɾe.ka.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαιρέκακος

Επίθετο

χαιρέκακος, -η, -ο

Παράγωγα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.