χάρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χάρμα | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | το | χάρμα | ||
| κλητική | — | |||
| Ως κύριο όνομα (τοπωνύμιο) έχει τη γενική Χάρματος | ||||
| όπως «ανώμαλα ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χάρμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxaɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χάρ‐μα
Ουσιαστικό
χάρμα ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- κάτι το πολύ ωραίο, το εξαιρετικό (που μας ευχαριστεί, καθώς το κοιτάζουμε)
- ↪ χάρμα το καινούριο συνολάκι σου!
Εκφράσεις
- χάρμα οφθαλμών: για κάτι πολύ ωραίο, που προσφέρει χαρά στα μάτια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χάρμᾰ | τὰ | χάρμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | χάρμᾰτος | τῶν | χαρμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | χάρμᾰτῐ | τοῖς | χάρμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | χάρμᾰ | τὰ | χάρμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | χάρμᾰ | χάρμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χάρμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χαρμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- χάρμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάρμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.