χαριεντίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαριεντίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαριεντίζομαι (κάνω αστεία)[1]

Ρήμα

χαριεντίζομαι

  1. συζητώ με κάποιον χαρούμενα, ανάλαφρα, παιχνιδιάρικα και κάνοντας αστειάκια
  2. κάνω συζήτηση όπως στο 1. αλλά επιπλέον με ερωτική διάθεση, υπαινικτικά σχόλια και σκοπό να προκαλέσω το ερωτικό ενδιαφέρον του συνομιλητή μου
     συνώνυμα: ερωτοτροπώ, φλερτάρω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

Αναφορές

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χαριεντίζομαι < χαρίεις < χάρις

Ρήμα

χαριεντίζομαι

  1. κάνω αστεία με χάρη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.