χαρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρά οι χαρές
      γενική της χαράς των χαρών
    αιτιατική τη χαρά τις χαρές
     κλητική χαρά χαρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαρά [1] < χαρ- του χαίρω

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρά

Ουσιαστικό

χαρά θηλυκό

  1. συναίσθημα ευχαρίστησης για μια κατάσταση
     συνώνυμα: γλυκασμός, ενθουσιασμός, ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρμονή, χαρμοσύνη
     αντώνυμα: απογοήτευση, δυσαρέσκεια, θλίψη, λύπη, οδύνη, πίκρα, στενοχώρια
  2. (στον πληθυντικό) ένα σύνολο από ευχάριστα πράγματα
    καιρός να απολαύσουμε τις χαρές του καλοκαιριού

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰρα-
ονομαστική χαρᾱ́ αἱ χαραί
      γενική τῆς χαρᾶς τῶν χαρῶν
      δοτική τῇ χαρ ταῖς χαραῖς
    αιτιατική τὴν χαρᾱ́ν τὰς χαρᾱ́ς
     κλητική ! χαρᾱ́ χαραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαρᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  χαραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρά < θέμα χαρ- του χαίρω < *χαρ-jω

Ουσιαστικό

χαρά

Εκφράσεις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.