χαριτωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαριτωμένος | η | χαριτωμένη | το | χαριτωμένο |
| γενική | του | χαριτωμένου | της | χαριτωμένης | του | χαριτωμένου |
| αιτιατική | τον | χαριτωμένο | τη | χαριτωμένη | το | χαριτωμένο |
| κλητική | χαριτωμένε | χαριτωμένη | χαριτωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαριτωμένοι | οι | χαριτωμένες | τα | χαριτωμένα |
| γενική | των | χαριτωμένων | των | χαριτωμένων | των | χαριτωμένων |
| αιτιατική | τους | χαριτωμένους | τις | χαριτωμένες | τα | χαριτωμένα |
| κλητική | χαριτωμένοι | χαριτωμένες | χαριτωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαριτωμένος < ελληνιστική κοινή κεχαριτωμένος με απλοποίηση, μετοχής παθητικού παρακειμένου του χαριτόοω, χαριτῶ
Προφορά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
που έχει χάρη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.