χαριτολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαριτολογώ < χαριτολόγος
Ρήμα
χαριτολογώ
- αστειεύομαι, λέω κάτι χάριν παιδιάς, ανάλαφρο, για να περάσει η ώρα
- Παίξαμε τάβλι, ήπιαμε λίγη μπύρα, χαριτολογούσαμε, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι το γλεντήσαμε, αλλά καλά περάσαμε
- λέω σαν δικαιολογία πως έκανα ένα αστείο, λέω στα αστεία κάτι που εννοώ στα σοβαρά για να πειράξω κάποιον (και μετά ή το μετανιώνω ή θέλω να δείξω ότι το μετάνιωσα, δηλώνω ότι δεν το εννοούσα)
- Μην παρεξηγείσαι βρε γυναίκα, χαριτολογούσα προηγουμένως για τα διαζύγια
- έχω επιτηδευμένα ευχάριστο λόγο, κάνω χλιαρά αστεία, λέω εξυπνάδες με την καλή πρόθεση να διασκεδάσει η συντροφιά μου,
- Καλά περάσαμε, αν και ο Κώστας χαριτολογούσε όλη την ώρα και κατάντησε κουραστικός
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χαριτολογώ | χαριτολογούσα | θα χαριτολογώ | να χαριτολογώ | χαριτολογώντας | |
| β' ενικ. | χαριτολογείς | χαριτολογούσες | θα χαριτολογείς | να χαριτολογείς | (χαριτολόγει) | |
| γ' ενικ. | χαριτολογεί | χαριτολογούσε | θα χαριτολογεί | να χαριτολογεί | ||
| α' πληθ. | χαριτολογούμε | χαριτολογούσαμε | θα χαριτολογούμε | να χαριτολογούμε | ||
| β' πληθ. | χαριτολογείτε | χαριτολογούσατε | θα χαριτολογείτε | να χαριτολογείτε | χαριτολογείτε | |
| γ' πληθ. | χαριτολογούν(ε) | χαριτολογούσαν(ε) | θα χαριτολογούν(ε) | να χαριτολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χαριτολόγησα | θα χαριτολογήσω | να χαριτολογήσω | χαριτολογήσει | ||
| β' ενικ. | χαριτολόγησες | θα χαριτολογήσεις | να χαριτολογήσεις | χαριτολόγησε | ||
| γ' ενικ. | χαριτολόγησε | θα χαριτολογήσει | να χαριτολογήσει | |||
| α' πληθ. | χαριτολογήσαμε | θα χαριτολογήσουμε | να χαριτολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | χαριτολογήσατε | θα χαριτολογήσετε | να χαριτολογήσετε | χαριτολογήστε | ||
| γ' πληθ. | χαριτολόγησαν χαριτολογήσαν(ε) |
θα χαριτολογήσουν(ε) | να χαριτολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χαριτολογήσει | είχα χαριτολογήσει | θα έχω χαριτολογήσει | να έχω χαριτολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χαριτολογήσει | είχες χαριτολογήσει | θα έχεις χαριτολογήσει | να έχεις χαριτολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χαριτολογήσει | είχε χαριτολογήσει | θα έχει χαριτολογήσει | να έχει χαριτολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χαριτολογήσει | είχαμε χαριτολογήσει | θα έχουμε χαριτολογήσει | να έχουμε χαριτολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χαριτολογήσει | είχατε χαριτολογήσει | θα έχετε χαριτολογήσει | να έχετε χαριτολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χαριτολογήσει | είχαν χαριτολογήσει | θα έχουν χαριτολογήσει | να έχουν χαριτολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
χαριτολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.