συγχαίρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
συγχαίρω
- δίνω σε κάποιον συγχαρητήρια, δηλώνω την έγκρισή μου και τη χαρά μου για κάτι που έκανε
- σας συγχαίρω για την επιτυχία σας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.