συγχαίρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγχαίρω < συν + χαίρω

Ρήμα

συγχαίρω

  • δίνω σε κάποιον συγχαρητήρια, δηλώνω την έγκρισή μου και τη χαρά μου για κάτι που έκανε
σας συγχαίρω για την επιτυχία σας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.