χαιρεκακία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαιρεκακία οι χαιρεκακίες
      γενική της χαιρεκακίας των χαιρεκακιών
    αιτιατική τη χαιρεκακία τις χαιρεκακίες
     κλητική χαιρεκακία χαιρεκακίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαιρεκακία < (ελληνιστική κοινή) < χαίρω + κακία

Ουσιαστικό

χαιρεκακία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.