Χαιρωνεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Χαιρωνεύς | οἱ | Χαιρωνεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | Χαιρωνέως | τῶν | Χαιρωνέων | ||||
| δοτική | τῷ | Χαιρωνεῖ | τοῖς | Χαιρωνεῦσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | Χαιρωνέᾱ | τοὺς | Χαιρωνέᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | Χαιρωνεῦ | Χαιρωνεῖς | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Χαιρωνεῖ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Χαιρωνέοιν | ||||||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Χαιρωνεύς < αρχαία ελληνική Χαιρών(εια) + -εύς
Ουσιαστικό
Χαιρωνεύς αρσενικό (θηλυκό Χαιρωνίς)
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Χαιρώνειας
Πηγές
- Χαιρωνεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.