αγάλλομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγάλλομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγάλλομαι, αρχαία σημασία: είμαι έξαλλος από χαρά [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɣa.lo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγάλλομαι

Ρήμα

αγάλλομαι μόνο στο ενεστωτικό θέμα (αποθετικό)

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.