αναγαλλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναγαλλιάζω < ανα- + αγαλλιάζω < (ελληνιστική κοινή) ἀγαλλιῶ < αρχαία ελληνική ἀγάλλω
Ρήμα
αναγαλλιάζω
- (αμετάβατο) αισθάνομαι ευφροσύνη, μεγάλη χαρά και αγαλλίαση
- (μεταβατικό) ευφραίνω, χαροποιώ
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναγαλλιάζω | αναγάλλιαζα | θα αναγαλλιάζω | να αναγαλλιάζω | αναγαλλιάζοντας | |
| β' ενικ. | αναγαλλιάζεις | αναγάλλιαζες | θα αναγαλλιάζεις | να αναγαλλιάζεις | αναγάλλιαζε | |
| γ' ενικ. | αναγαλλιάζει | αναγάλλιαζε | θα αναγαλλιάζει | να αναγαλλιάζει | ||
| α' πληθ. | αναγαλλιάζουμε | αναγαλλιάζαμε | θα αναγαλλιάζουμε | να αναγαλλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | αναγαλλιάζετε | αναγαλλιάζατε | θα αναγαλλιάζετε | να αναγαλλιάζετε | αναγαλλιάζετε | |
| γ' πληθ. | αναγαλλιάζουν(ε) | αναγάλλιαζαν αναγαλλιάζαν(ε) |
θα αναγαλλιάζουν(ε) | να αναγαλλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναγάλλιασα | θα αναγαλλιάσω | να αναγαλλιάσω | αναγαλλιάσει | ||
| β' ενικ. | αναγάλλιασες | θα αναγαλλιάσεις | να αναγαλλιάσεις | αναγάλλιασε | ||
| γ' ενικ. | αναγάλλιασε | θα αναγαλλιάσει | να αναγαλλιάσει | |||
| α' πληθ. | αναγαλλιάσαμε | θα αναγαλλιάσουμε | να αναγαλλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | αναγαλλιάσατε | θα αναγαλλιάσετε | να αναγαλλιάσετε | αναγαλλιάστε | ||
| γ' πληθ. | αναγάλλιασαν αναγαλλιάσαν(ε) |
θα αναγαλλιάσουν(ε) | να αναγαλλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναγαλλιάσει | είχα αναγαλλιάσει | θα έχω αναγαλλιάσει | να έχω αναγαλλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναγαλλιάσει | είχες αναγαλλιάσει | θα έχεις αναγαλλιάσει | να έχεις αναγαλλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναγαλλιάσει | είχε αναγαλλιάσει | θα έχει αναγαλλιάσει | να έχει αναγαλλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναγαλλιάσει | είχαμε αναγαλλιάσει | θα έχουμε αναγαλλιάσει | να έχουμε αναγαλλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναγαλλιάσει | είχατε αναγαλλιάσει | θα έχετε αναγαλλιάσει | να έχετε αναγαλλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναγαλλιάσει | είχαν αναγαλλιάσει | θα έχουν αναγαλλιάσει | να έχουν αναγαλλιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.