υδραργύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδραργύρωση οι υδραργυρώσεις
      γενική της υδραργύρωσης* των υδραργυρώσεων
    αιτιατική την υδραργύρωση τις υδραργυρώσεις
     κλητική υδραργύρωση υδραργυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδραργυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδραργύρωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υδραργύρωση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.