υδραργυρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδραργυρικός | η | υδραργυρική | το | υδραργυρικό |
| γενική | του | υδραργυρικού | της | υδραργυρικής | του | υδραργυρικού |
| αιτιατική | τον | υδραργυρικό | την | υδραργυρική | το | υδραργυρικό |
| κλητική | υδραργυρικέ | υδραργυρική | υδραργυρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδραργυρικοί | οι | υδραργυρικές | τα | υδραργυρικά |
| γενική | των | υδραργυρικών | των | υδραργυρικών | των | υδραργυρικών |
| αιτιατική | τους | υδραργυρικούς | τις | υδραργυρικές | τα | υδραργυρικά |
| κλητική | υδραργυρικοί | υδραργυρικές | υδραργυρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδραργυρικός < υδράργυρος + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðɾaɾ.ʝi.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δραρ‐γυ‐ρι‐κός
Επίθετο
υδραργυρικός -ή -ό
Μεταφράσεις
υδραργυρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.