υγρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υγρός | η | υγρή | το | υγρό |
| γενική | του | υγρού | της | υγρής | του | υγρού |
| αιτιατική | τον | υγρό | την | υγρή | το | υγρό |
| κλητική | υγρέ | υγρή | υγρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υγροί | οι | υγρές | τα | υγρά |
| γενική | των | υγρών | των | υγρών | των | υγρών |
| αιτιατική | τους | υγρούς | τις | υγρές | τα | υγρά |
| κλητική | υγροί | υγρές | υγρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υγρός < αρχαία ελληνική ὑγρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wegʷ- (υγρός)
Επίθετο
υγρός, -ή, -ό
- σχετικός με τη δεύτερη κατάσταση της ύλης, ανάμεσα στην στερεή και την αεριώδη· χαρακτηρίζεται από σχετικά ελεύθερη κίνηση των μορίων, με αποτέλεσμα τα υγρά σώματα να έχουν σταθερό όγκο αλλά μεταβλητό σχήμα, καθώς τείνουν να λάβουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει.
- που έχει βραχεί
- (ουσιαστικοποιημένο) υγρό
Εκφράσεις
- υγρά σύμφωνα: τα γράμματα λ και ρ
- υγρό πυρ: εύφλεκτο υγρό μίγμα που χρησιμοποιούνταν ως όπλο από τους Βυζαντινούς ναυτικούς
- υγρός τάφος: η θάλασσα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
υγρός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.